τανάσκελα

τανάσκελα
Ν
επίρρ. ύπτια, ανάσκελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. τα ανάσκελα με κράση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανάσκελα — (και τανάσκελα) επίρρ. (Μ ἀνάσκελα) ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκέλη. Ο τ. τανάσκελα προήλθε από το έναρθρο επίρρ. τα ανάσκελα με συνένωση και συνεκφορά του άρθρου με το επίρρ. (πρβλ. τανάποδα, ταπίστομα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ανασκελίζω — 1. ρίχνω κάποιον κάτω τανάσκελα 2. διασκελίζω, δρασκελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανασκελίζω < ανάσκελα, με την πρώτη σημασία και ανασκελίζω < ανα * + σκελίζω «υποσκελίζω, ρίχνω κάτω» < σκέλος, με τη δεύτερη σημασία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”